τεχνικότητα

τεχνικότητα
η, Ν
ο τεχνικός χαρακτήρας ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνικός. Η λ., στον λόγιο τ. τεχνικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Άρδην].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”